- συνδαίτης
- ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Αο συνδαιτυμόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. λαιμο-δαίτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδαίτην — συνδαίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτης — δαίτης, ο (Α) ο ιερέας που κομματιάζει τα σφάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ). ΣΥΝΘ. γεωδαίτης αρχ. αγριοδαίτης, ισοδαίτης, κρεοδαίτης, κρεωδαίτης, λαγοδαίτης, ξενοδαίτης, συνδαίτης, τεκνοδαίτης, χρηματοδαίτης] … Dictionary of Greek